17 του Νοέμβρη 1998. Δ΄ δημοτικού. Θεσσαλονίκη. Καιρός μαλακός αν και συννεφιασμένος.
(Γιατί στις αναμνήσεις μου η Θεσσαλονίκη έχει πάντα σύννεφα;)
Ετοιμάζομαι για το σχολείο. Φοράω ένα σκούρο μπλε τζιν και μια κόκκινη μπλούζα με τη Minnie Mouse.
(Εγώ ήθελα να βάλω αυτήν τη μπλούζα ή η μαμά μου σκέφτηκε ότι ταιριάζει με την ημέρα;)
Ανεβαίνω στο σχολικό. Λέω από μέσα μου το κείμενο που έχω μάθει απέξω.
(Μήπως ήταν ποίημα; υπάρχουν ποιήματα για τις 17 του Νοέμβρη;)
Κέντρο, Νέα Παραλία, Καλαμαριά, Φοίνικας, Θέρμη. Φτάνουμε. Κατεβαίνω. Πάμε στο θεατράκι.
(Πρώτα γιορτή και μετά μάθημα; ή πρώτα μάθημα και μετά γιορτή; ή μήπως μοναχά γιορτή;)
Ανεβαίνουμε στη σκηνή. Η σκηνή άδεια. Ένα μικρόφωνο μπροστά. Στο κέντρο. Μόνο του. Κόσμος μαζεύεται. Παιδιά. Δάσκαλοι.
(Ήρθανε και γονείς; ερχόντουσαν γονείς στις σχολικές γιορτές; μάλλον όχι. ή μήπως ναι;)
Μετά κενό. Για πολλή ώρα κενό. Καμία ανάμνηση. Καμία πληροφορία. Απολύτως καμία. Σαν να μην ήμουνα εκεί, σαν να μην υπήρξα ποτέ πάνω σε αυτήν τη σκηνή, σαν να μην άκουσα ποτέ τίποτε.
Εκτός από αυτό: «Τα πολυβόλα σωπάσαν οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν/ κι ένας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη/ στρατιώτες έρχονται, πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν/ κι εσύ ησυχάζεις το δάχτυλο βάζεις να βρεις την πληγή».
Και σε αυτό τον τελευταίο στίχο, σε αυτήν τη φράση με το δάχτυλο και την πληγή, με θυμάμαι σαν τώρα να σταματάω το τραγούδι και να κλαίω. Γιατί; Δ΄ δημοτικού. Γιατί να κλαίω; Άβυσσος. Μετά πάλι κενό. Σιωπή.
(Κι άραγε στ’ αλήθεια συνέβη αυτό το σκηνικό; ή μήπως το έπλασα εγώ με την παιδική μου φαντασία;)