Αρχές δεκαετίας του ’90. Μαθητής της Γ΄ λυκείου, αν θυμάμαι καλά, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, ταξινομώ προσεκτικά στη βιβλιοθήκη μου τα τεύχη του περιοδικού ΚΛΙΚ. Πηγαίνω στα μοδάτα κλαμπ του αεροδρομίου, ακούω συνήθως ξένη μουσική. Με εξαίρεση τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και τα ρεμπέτικα τραγούδια. Συχνάζω κυρίως στο Bel Air και στο Μικρό Καφέ.
Μαθαίνω από έναν φίλο μου, λίγο μεγαλύτερο, ψαγμένο μουσικά, για ένα τραγουδοποιό. Τότε δεν ήξερα τι σημαίνει αυτή η λέξη. Σπεύδω να τον ακούσω, τον αναγνωρίζω. Τον είχα δει σε δυο τρεις συναυλίες του Παπάζογλου που είχα πάει παρέα με τον πατέρα μου.
Το βράδυ εκείνο ακούω για πρώτη φορά τους στίχους του που αποστρέφονταν την ύλη. Στίχους οι οποίοι κινούνταν στο όριο ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ατομικό.
Βλέπω τον τραγουδοποιό να σκαρώνει ιστορίες από τα θραύσματα της καθημερινότητας, να τραγουδά τον κοινωνικό προβληματισμό, να σχηματοποιεί το κοινωνικά απροσδιόριστο. Αιφνιδιάζομαι ευχάριστα.
Από τότε τον άκουσα δεκάδες φορές να προσεγγίζει παραμυθητικά τη μοναξιά, να εκφράζει με πάθος ατομικές αγωνίες. Κάποιες φορές μάλιστα, σε αυτά τα ανυπέρβλητα τετράωρα live του, η οπτική του υπερέβαινε την ανθρώπινη υπόσταση.
Ένιωθα ότι οι λέξεις του ταυτίζονταν με τις εμπειρίες μας, ακόμη και σε τραγούδια που διέθεταν ονειρική διάσταση, ακόμη και αν σκιαγραφούσε εικόνες που έθεταν στο επίκεντρο ακαθόριστα συναισθήματα.
Υποσυνείδητα θεωρώ ότι από τότε ήθελα να γράψω για τον δημιουργό που βυθίζεται στο υποσυνείδητο με την προσωπική ενδοσκόπηση, για τον Σωκράτη που δεν δίσταζε να αντικρίζει ειλικρινέστατα το καθρέφτισμα του εσώτατου εαυτού του.
Και, κάπως έτσι, προέκυψε τελικά, ύστερα από πολλά χρόνια, τούτο εδώ το βιβλίο για τον Σωκράτη Μάλαμα.