Skip to content
Home » Η κλήση που ξύπνησε φως καλοκαιριού και σύννεφα νοσοκομείου

Η κλήση που ξύπνησε φως καλοκαιριού και σύννεφα νοσοκομείου

    Η κλήση που ξύπνησε φως καλοκαιριού και σύννεφα νοσοκομείου

    Published

    Η κλήση που ξύπνησε φως καλοκαιριού και σύννεφα νοσοκομείου

    Published
    Ο Ζώης Κοντογιαννίδης μοιράζεται με το Short Stories την ιστορία μιας κλήσης που ξύπνησε τις δύο πλευρές του νομίσματος της ζωής

    Γυρνώντας να πάρω το αμάξι, παρατήρησα ότι ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο έκανε την εμφάνισή του. Πίσω από μια άσχημη πολυκατοικία στους Αμπελοκήπους. Ουδεμία σκέψη πέρασε για κλήση.

    Το πρωί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρω θέση για να παρκάρω, άφησα το αμάξι σε ένα στενό δρόμο με άσχημους τοίχους και ένα μεγάλο πάρκινγκ στα αριστερά. Περπάτησα λίγο με κατεύθυνση την οδό Μιχαλακοπούλου.

    Στη διασταύρωση, γύρισα για να δω το αμάξι για τελευταία φορά. Περισσότερο για να βεβαιωθώ ότι είχα σταματήσει κοντά στο πεζοδρόμιο και είχα κλείσει τον καθρέφτη. Αντ’ αυτού, το μάτι μου έπεσε σε μια φθαρμένη ταμπέλα. Ανέγραφε την ονομασία της οδού που κάποιος, πριν από πολύ καιρό, είχε βιδώσει στον τοίχο μιας παλιάς μονοκατοικίας με ξύλινα παντζούρια. «Οδός Κανδάνου».

    Μπροστά από το αμάξι είδα μια ταμπέλα χρώματος μπλε με τον λατινικό αριθμό Ι στο κέντρο της. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό· έπρεπε να βιαστώ. 

    Το απόγευμα κατά τις 6.00 ξεκίνησα να πάρω το αμάξι για να γυρίσω. Μέχρι τις 7.00 θα έπρεπε να έχω επιστρέψει για να πάρω την κόρη μου από το φροντιστήριο αγγλικών και τον γιο μου από το μάθημα τζούντο. Αν και θα προτιμούσα να έμπαινα σε ένα αεροπλάνο, να έπεφτα με αλεξίπτωτο στη μέση της ερήμου, να έτρωγα καμήλα βραστή και να κοιμόμουν σε μια άνετη σκηνή με θέα τα αστέρια.

    Στρίβοντας από τη Μιχαλακοπούλου προς την Κανδάνου, είδα ένα άσπρο χαρτί στερεωμένο στον αριστερό υαλοκαθαριστήρα. Πλησιάζοντας, το είδα πιο καθαρά. Ήταν κλήση για παράνομη στάθμευση. Φαίνεται τελικά ότι η πινακίδα με τον λατινικό αριθμό σήμαινε ότι δεν επιτρεπόταν η στάθμευση στην οδό Κανδάνου.  

    Ο αστυνομικός που την είχε αφήσει δεν γνώριζε τίποτε, απλώς έκανε το καθήκον του. Είδε ένα κόκκινο αμάξι με κλειστό καθρέφτη να έχει σταματήσει μπροστά από μια ταμπέλα με τον λατινικό αριθμό Ι που απαγόρευε τη στάθμευση.

    Πώς θα μπορούσε να φανταστεί ο αστυνομικός ότι η ονομασία της οδού ήταν κάτι περισσότερο από μια ταμπέλα, ήταν ένα πραγματικό μέρος, η Κάνδανος

    «Πάρε μια κλήση προς συμμόρφωση» σκέφτηκε. Ή ίσως να μη σκέφτηκε τίποτα. Ίσως να πίστευε ειλικρινά ότι στη στροφή τον περίμενε μια μυστική πόρτα η οποία σε μετέφερε σε μια παραλία της Σερίφου, αρχές Ιουλίου, δίπλα σε αντίσκηνο με τα πόδια να ακουμπούν στην άμμο.  

    Ούτε μπορούσε να φανταστεί (ίσως τον εμπόδιζε η στολή του ή ίσως το θαλασσινό αεράκι τού θόλωνε τη σκέψη) ότι η ονομασία της οδού ήταν κάτι περισσότερο από μια ταμπέλα, ήταν ένα πραγματικό μέρος, η Κάνδανος.  

    Πώς θα μπορούσε να γνωρίζει, αλήθεια, ότι δύο καλοκαίρια πριν είχαμε σταματήσει ένα μεσημέρι στην Κάνδανο για φαγητό προτού πάμε στην Παλαιόχωρα. Δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζει ότι πριν φύγουμε από την Κάνδανο είχαμε φάει γαλακτομπούρεκο και το απόγευμα της ίδιας μέρας, μετά το μπάνιο, ξαπλώσαμε στο Γιαλισκάρι με θέα το Λιβυκό πέλαγος. Αδύνατον να είχε δει τον γιο μου να κάνει την πρώτη βουτιά του και να βγαίνει με το μαλλί βρεγμένο και την τραχιά αίσθηση του αλατιού στα χείλη. Είμαι σίγουρος ότι δεν είχε δοκιμάσει ψητό καλαμάκι στην καντίνα, δίπλα στην παραλία, με το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στη θάλασσα, μακριά από όλους και από όλα.  

    Επίσης, προφανώς αγνοούσε ότι το πρωί, προτού παρκάρω στην Κάνδανο, γυρνούσα από το σπίτι της μάνας μου. Είναι άρρωστη (σωστότερα: ετοιμοθάνατη). Είχε βγει (σωστότερα: την είχαν διώξει) την προηγουμένη το μεσημέρι από το νοσοκομείο Αλεξάνδρας. Εκεί είχε μείνει πέντε μέρες σε ράντζο στον διάδρομο μαζί με άλλες ετοιμοθάνατες, παρότι, για μια ζωή, είχε πληρώσει στο κράτος όσα της αναλογούσαν. Ο γιατρός είπε ότι δεν μπορούσαν να της προσφέρουν κάτι.

    Οι ασθενείς ήταν πολλοί, τα περιστατικά ήταν σοβαρά. Αυτό που εννοούσε κατά βάθος ήταν ότι υπάρχει έλλειμμα αξιοπρέπειας στο σύστημα. Κερδίσαμε λεφτά αλλά χάσαμε σε ανθρωπιά. Στα τελευταία σου σε αφήνουν μόνο σε ένα ράντζο σε έναν στενό διάδρομο με φώτα πάνω από το κεφάλι σου για να κατανοήσεις την αλήθεια και να προετοιμαστείς για το σκοτάδι.  

    Η μάνα μου, που πάντα χαμογελούσε και είχε ταξιδέψει σε είκοσι χώρες, δεν θα προλάβει να πάει στην Κάνδανο.  

    Ο αστυνομικός, την ώρα που έκοβε την κλήση, έκανε απλώς το καθήκον του και δεν ήξερε ούτε υποπτευόταν ότι στη ζωή η ευτυχία και η λύπη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ότι η μια τρέφεται από την άλλη και μεγαλώνει.  

    Μεγάλωσα.  

    Πήρα την πρώτη μου κλήση.

    banner_300_250
    Picture of Ζώης Κοντογιαννίδης
    Ζώης Κοντογιαννίδης

    MORE STORIES