Τα καλοκαίρια πήγαινα στον πατέρα μου, στο Παρίσι. Κάναμε μεγάλους περιπάτους στον Κήπο του Λουξεμβούργου με τις καστανιές να κρύβουν τον παρισινό ήλιο. Συζητούσαμε για όλα τα θέματα, προσπαθώντας να βρούμε λύσεις. Όταν κουραζόμασταν, καθόμασταν σε ένα παγκάκι. Βλέπαμε τα παιδάκια να παίζουν, τα ζευγαράκια να ερωτοτροπούν και τους περιπατητές μες στο παρισινό φως και στη χάρη του τοπίου.
Ο απογευματινός μας προορισμός ήταν το Καρτιέ Λατέν. Περπατούσαμε στις όχθες του Σηκουάνα. Σταματούσαμε στους παλαιοβιβλιοπώλες και καταλήγαμε σε ένα καφενεδάκι ακούγοντας μουσική από πλανόδιες συντροφιές.
Ένα κυριακάτικο πρωινό, στις 13 Αυγούστου 1961, τρώγοντας το πρωινό μας, ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι οι Ανατολικογερμανοί είχαν κλείσει τα σύνορα. Ξεκινούσαν την κατασκευή ενός τείχους γύρω από το Δυτικό Βερολίνο. Έμεινα άφωνη. Τέτοια κοσμοϊστορικά γεγονότα κι εγώ να είμαι μακριά. Δεν είναι δυνατόν. Έπρεπε να φύγω αμέσως. Εξάλλου υπήρχε και ο κίνδυνος να μη με αφήσουν να περάσω τα σύνορα.
Ο πατέρας μου με καθησύχαζε δικαιολογώντας αυτή την ενέργεια της Ανατολικής Γερμανίας. Δεν τόλμησα να του πω τις σκέψεις μου. Μήπως η απόφαση της ανέγερσης του τείχους ήταν μια έκφραση αδυναμίας; Ένα κλείσιμο της χώρας από τον υπόλοιπο κόσμο; Μια άκαρδη ενέργεια απέναντι στον πληθυσμό;
Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα μου, την επομένη πήρα το τρένο στο Gar du Nord με κατεύθυνση τη Γερμανία. Άλλαξα τρένο στην Κολωνία. Εκεί βρήκα αμέσως ανταπόκριση. Συνέχισα για το Βερολίνο. Πέρασα από τον έλεγχο διαβατηρίων στα σύνορα Δυτικής και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας χωρίς κανένα πρόβλημα.
Το μόνο που παρατήρησα ήταν ο αυξημένος αριθμός των συνοριακών φρουρών και από τις δυο πλευρές. Στο Βερολίνο ο έλεγχος ήταν αυστηρότερος. Αλλά κι εκεί με άφησαν να περάσω, αφού διαπίστωσαν ότι είχα άδεια παραμονής στο Δυτικό Βερολίνο και ήμουν φοιτήτρια του πολυτεχνείου.