Σταθμός Πελοποννήσου μεσημέρι. Κάπου στα μέσα του Γενάρη. Ο σταθμός κλειστός για πολλά χρόνια, άχρηστος και παρατημένος. Η εντυπωσιακή του οροφή κίτρινη από τη βρομιά της Αττικής. Τα τζάμια σπασμένα. Μια θλιβερή ατμόσφαιρα γεμίζει το κινηματογραφικό μου κάδρο. Βρισκόμαστε στη μέση των γυρισμάτων της σειράς Ο όρκος.
Το κυρίαρχο θέμα της σειράς είναι οι άστεγοι, η ιατρική δρόμου και το αδιέξοδο ενός ήρωα που βιώνει μια διπλή απώλεια. Έχω επιλέξει με τους συνεργάτες μου το σημείο αυτό για να γυρίσω μια πολύ βασική σκηνή. Ένας άστεγος βρίσκεται σε έναν σκουπιδοτενεκέ και από λάθος καταλήγει στο απορριμματοφόρο, σοβαρά τραυματισμένος. Η σκηνή έχει έναρξη μια ομάδα αστέγων που «μένει» σε ένα απάγκιο σημείο κοντά στον σταθμό.
Οι συνεργάτες μου στήνουν τις βάσεις των αστέγων. Μέσα σε λίγο χρόνο δημιουργούν ένα άλλο σύμπαν. Ανάμεσα στους αστέγους παρατηρώ κάποιον που δεν τον έχω ξαναδεί. Κινείται με συστολή κουβαλώντας τα πράγματά του. Περιμένει οδηγίες. Οι συνεργάτες μου συνεχίζουν το στήσιμο.
Όσο περνάει η ώρα παρατηρώ τον συγκεκριμένο ηλικιωμένο να κοιτάζει με απορία. Παίρνει τα πράγματά του και πάει, σύμφωνα με τις οδηγίες, στο μέρος που του υποδεικνύουν. Κάθεται στο πάτωμα. Μέσα σε δευτερόλεπτα έχει στήσει το πόστο του αριστοτεχνικά.
Ρωτάω τη βοηθό μου αν είναι δικός μας. Κοιτάζει τα χαρτιά της και λέει: «Όχι, δεν είναι». Πριν κινηθεί για να τον απομακρύνει τη σταματάω. «Άσ’ το, θα πάω εγώ». Πλησιάζω. Κάθομαι δίπλα του.
«Καλησπέρα» λέω, «εσείς δεν είστε της ομάδας μας, έτσι;». Ο ηλικιωμένος κύριος μου λέει: «Όχι, δεν είμαι, συγνώμη. Να φύγω;». «Όχι, προς θεού» λέω, «να μείνετε. Θα το φροντίσουμε εμείς». Σε λίγο μαθαίνω ότι εκεί ήταν το στέκι του και μόλις είδε κόσμο και άγνωστη παρέα ήρθε να καθίσει. «Ούτε χρήματα ζητάω» είπε, «ούτε φαγητό. Παρέα μόνο».
Ειδοποίησα την παραγωγή να τον συμπεριλάβει στη λίστα και να πάρει μέρος στη σειρά.