Θυμάμαι τον παππού μου στην Κάλυμνο, πάντα με το μαντολίνο στο χέρι. Με τη ρετσίνα στο τραπέζι και με την ατάκα στο στόμα. Κάποιοι νομίζουν ότι για την ετοιμότητά του αυτή πήρε το παρατσούκλι «Καψούλι». Η αλήθεια είναι πως το μυαλό του έκοβε, άναβε στη στιγμή σαν το καψούλι.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ο παππούς στα νιάτα του ήταν ασυναγώνιστος στο ψάρεμα με δυναμίτες. Στα χέρια του είχε μονίμως ένα καψούλι αναμμένο. Ήταν και τότε παράνομο, αλλά έπρεπε να επιβιώσουν. Στην Κάλυμνο κατά την ιταλοκρατία οι Ιταλοί είχαν επιτάξει τα καΐκια τους, έμειναν με κάτι παλιόβαρκες ψαρεύοντας να ζήσουν τις οικογένειές τους. Πώς να τα βγάλουν πέρα;
Θα σας πω μια ιστορία. Κάποια μέρα έφυγαν με τη βάρκα εκείνος κι ένας γείτονας, το «Αφεντικούλι», ο Μιχάλης –καπετάνιος σφουγγαράδικου που του πήραν το καΐκι–, για να πάνε στον Ξηρόκαμπο, στη Λέρο, να ψαρέψουν με δυναμίτες και να γυρίσουν πίσω.
Όμως μόλις άραξαν, πλάκωσαν οι καραμπινιέροι, που ήξεραν ότι οι Καλύμνιοι ψαρεύουν παράνομα κι έψαξαν τη βάρκα. Δεν βρήκαν τίποτε γιατί τους δυναμίτες τους είχε κρύψει στις τσέπες της βράκας του ο καπετάν Μιχάλης.
Του ζήτησαν να πάρει τα χαρτιά και να τους ακολουθήσει στο φρουραρχείο. Ο καπετάν Μιχάλης τους ακολούθησε με τις τσέπες της βράκας γεμάτες, χωρίς να προλάβει να τις αδειάσει. Ήταν καταδικασμένος.
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο παππούς μου άρχισε να γελά δυνατά και να τον δείχνει κοροϊδευτικά: «Μα ποφανερωμό καπετάνιος, με τη βράκα θα πάει στον διοικητή;». Οι καραμπινιέροι απόρησαν και στάθηκαν να ρωτήσουν τι σημαίνει αυτό. Ο παππούς μου απάντησε ότι γελάει γιατί τον σκέφτεται να παρουσιάζεται σε αυτό το χάλι, με τη βράκα μπροστά στον διοικητή.