Skip to content
Home » Όταν δύο Καλυμνιώτες ψαράδες γλύτωσαν από τους Ιταλούς στην Κατοχή

Όταν δύο Καλυμνιώτες ψαράδες γλύτωσαν από τους Ιταλούς στην Κατοχή

    Όταν δύο Καλυμνιώτες ψαράδες γλύτωσαν από τους Ιταλούς στην Κατοχή

    Published
    Σφουγγαράδες στο λιμάνι της Καλύμνου το 1935

    Όταν δύο Καλυμνιώτες ψαράδες γλύτωσαν από τους Ιταλούς στην Κατοχή

    Published
    Σφουγγαράδες στο λιμάνι της Καλύμνου το 1935
    Ο Μιχάλης Έλληνας αφηγείται στο Short Stories την περιπέτεια του παππού του και ενός καπετάνιου σε σφουγγαράδικο με Ιταλούς καραμπινιέρους στην Κάλυμνο στα χρόνια της Κατοχής

    Θυμάμαι τον παππού μου στην Κάλυμνο, πάντα με το μαντολίνο στο χέρι. Με τη ρετσίνα στο τραπέζι και με την ατάκα στο στόμα. Κάποιοι νομίζουν ότι για την ετοιμότητά του αυτή πήρε το παρατσούκλι «Καψούλι». Η αλήθεια είναι πως το μυαλό του έκοβε, άναβε στη στιγμή σαν το καψούλι.

    Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ο παππούς στα νιάτα του ήταν ασυναγώνιστος στο ψάρεμα με δυναμίτες. Στα χέρια του είχε μονίμως ένα καψούλι αναμμένο. Ήταν και τότε παράνομο, αλλά έπρεπε να επιβιώσουν. Στην Κάλυμνο κατά την ιταλοκρατία οι Ιταλοί είχαν επιτάξει τα καΐκια τους, έμειναν με κάτι παλιόβαρκες ψαρεύοντας να ζήσουν τις οικογένειές τους. Πώς να τα βγάλουν πέρα;

    Θα σας πω μια ιστορία. Κάποια μέρα έφυγαν με τη βάρκα εκείνος κι ένας γείτονας, το «Αφεντικούλι», ο Μιχάλης –καπετάνιος σφουγγαράδικου που του πήραν το καΐκι–, για να πάνε στον Ξηρόκαμπο, στη Λέρο, να ψαρέψουν με δυναμίτες και να γυρίσουν πίσω.

    Όμως μόλις άραξαν, πλάκωσαν οι καραμπινιέροι, που ήξεραν ότι οι Καλύμνιοι ψαρεύουν παράνομα κι έψαξαν τη βάρκα. Δεν βρήκαν τίποτε γιατί τους δυναμίτες τους είχε κρύψει στις τσέπες της βράκας του ο καπετάν Μιχάλης.

    Του ζήτησαν να πάρει τα χαρτιά και να τους ακολουθήσει στο φρουραρχείο. Ο καπετάν Μιχάλης τους ακολούθησε με τις τσέπες της βράκας γεμάτες, χωρίς να προλάβει να τις αδειάσει. Ήταν καταδικασμένος.

    Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο παππούς μου άρχισε να γελά δυνατά και να τον δείχνει κοροϊδευτικά: «Μα ποφανερωμό καπετάνιος, με τη βράκα θα πάει στον διοικητή;». Οι καραμπινιέροι απόρησαν και στάθηκαν να ρωτήσουν τι σημαίνει αυτό. Ο παππούς μου απάντησε ότι γελάει γιατί τον σκέφτεται να παρουσιάζεται σε αυτό το χάλι, με τη βράκα μπροστά στον διοικητή.

    Ο καπετάν Μιχάλης ακολούθησε τους καραμπινιέρους με τις τσέπες της βράκας γεμάτες δυναμίτες, χωρίς να προλάβει να τις αδειάσει. Ήταν καταδικασμένος

    Οι καραμπινιέροι κοίταξαν τον καπετάνιο ξυπόλητο και με τη βράκα να κρεμάει και του είπαν «άντε να βάλεις παντελόνι». Έτσι τη γλύτωσε. Μπήκε γρήγορα στη βάρκα, χώθηκε στην καμαρούλα κι άλλαξε φορεσιά, ξεφορτώθηκε και τους δυναμίτες.

    Αυτός ήταν ο παππούς μου. Έπαιρνε στροφές το μυαλό του. Βέβαια ο ίδιος δεν γλύτωσε τη φυλακή. Στα Λέβιτθα (σ.σ. νησάκι ΒΔ της Καλύμνου) τον τσάκωσαν οι Εγγλέζοι αργότερα να ψαρεύει με δυναμίτες και τον κράτησαν στα σίδερα στη Σύρο για ένα εξάμηνο.

    Όταν έπαψε να ψαρεύει επαγγελματικά και να ρίχνει δυναμίτες, αγόρασε ένα μικρό καΐκι, το «Δελφίνι», έστησε αυτή την ψαροταβέρνα. Έπαιζε κάθε βράδυ το μαντολίνο του, τραγουδούσε πειραχτικά στιχάκια και πάντα έλεγε τις ιστορίες του.

    Το παρατσούκλι του έδωσε το όνομα στην ταβέρνα μας κι έτσι μας ξέρουν όλοι.

    banner_300_250
    Picture of Μιχάλης Έλληνας
    Ο Μιχάλης Έλληνας είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου στην Τέλεντο, κάτοικος Καλύμνου

    Αφήγηση στη
    Μαρία Χατζηχριστοδούλου

    Κεντρική φωτογραφία
    Έλλη Παπαδημητρίου – από έκθεση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τα Δωδεκάνησα υπό ιταλική κατοχή (Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη)

    MORE STORIES

    Σαντορίνη την Κατοχή shortstories.gr mccabe
    Short

    Οι μνήμες του πατέρα μου από την Κατοχή έναυσμα για το βιβλίο μου

    Ο Πέτρος Φύτρος μεταφέρει στο Short Stories τις αφηγήσεις του πατέρα του από την Κατοχή και τον λιμό στη Σαντορίνη, που αποτέλεσαν την αφετηρία για το βιβλίο του «Ελληνική Πολιτεία 1941-42. Το κράτος υπό ξένη κατοχή»

    Λαύριο ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ shortstories ΓΙΟΥΛΗ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
    Short

    Συσσίτια από ασήμι στο κατοχικό Λαύριο

    Η Γιούλη Χρονοπούλου γράφει στο Short Stories για τους θαρραλέους εργαζομένους στο Λαύριο που εκμεταλλεύτηκαν το αργυρούχο μετάλλευμα κάτω από τη μύτη των καραμπινιέρων