Στην πολυκατοικία μου οι άνθρωποι τσακώνονταν γιατί τα νούμερα στο τέλος δεν έβγαιναν σωστά. Δέκα διαμερίσματα είμαστε όλα κι όλα. Τα κοινόχρηστα είναι πλέον λίγα, αφού λόγω των διαφωνιών καταργήσαμε τον καυστήρα του πετρελαίου. Εδώ και μερικά χρόνια ο καθένας ψάχνει να ζεστάνει το σπίτι του με τον δικό του τρόπο. Οι άνθρωποι στην πολυκατοικία νιώθουν πως έχει ο καθένας δίκιο.
Κάποιος δεν φέρθηκε «σωστά» και –κάπου μέσα σε δυο τρεις δεκαετίες– έχουν χαθεί καμιά διακοσαριά ευρώ. Όντως ο μεγάλος φόβος και η μεγάλη πρόκληση για κάποιον είναι να μην αισθανθεί πως τον έχουν κοροϊδέψει, εκμεταλλευτεί ή δεν έχει ερωτηθεί για κάτι που το θεωρεί μέτρια σημαντικό. Νομίζω πως δεν συμβαίνει μόνο στην πολυκατοικία μου αυτό.
Έχω σταματήσει να πηγαίνω στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας. Εισηγήθηκα και τελικά έγινε τα οικονομικά να τα αναλάβει ιδιωτική εταιρεία. Είναι γελοίο, αλλά αυτό έκανα. Δεν άντεχα άλλο να τσακώνομαι γι’ αυτά που θεωρώ αυτονόητα. Το θέμα είναι πως καθένας στην πολυκατοικία μου έχει μεγαλώσει με διαφορετικά «αυτονόητα».
Κάποτε με τον τύπο από τον κάτω όροφο ήμασταν σχεδόν φίλοι. Είναι μπουζουκτσής και συνεχώς, εδώ και δεκαετίες, ανεβοκατεβαίνει τις κλίμακες του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα, του Θεοδωράκη και άλλων. Για χρόνια το μπουζούκι του είναι το soundtrack της πολυκατοικίας μου. Έχω ακούσει εκατοντάδες φορές μια μια τις εισαγωγές του Χιώτη (τώρα μόλις σταμάτησε να παίζει τις Περασμένες μου αγάπες για να φταρνιστεί). Παίζει την ίδια εισαγωγή πολλές φορές ένα ολόκληρο απόγευμα.
Όταν πιάνει τον Θεοδωράκη, συγκινούμαι δι’ αντανακλάσεως, μιας και ενώ δεν άκουγα ποτέ λαϊκά τραγούδια, είμαι τόσο συνδεμένος με αυτά, γιατί μου έχουν ξεπλύνει το μυαλό με δαύτα. Τα δάκρυα έρχονται με τη μορφή εξαρτημένου αντανακλαστικού, όπως κάποιοι κλαίνε για τη σημαία και όπως όλοι οι Κινέζοι κλαίγανε γοερά, όταν πέθανε ο Μάο, ακόμη και τα δίχρονα παιδιά.