Στην ηλικία που με συνοδεύει και τη διάθεση που συνοδεύει την ηλικία μου ένα πράγμα πλέον μου δίνει χαρά. Να φύγω από το Δεύτερο Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Ηρακλείου στην Κρήτη, όπου υπηρετώ και βγάζω τίμια το ψωμί μου. Και να τρέχω πότε ανέμελος στους ανθισμένους αγρούς και πότε λαχανιασμένος στα κακοτράχαλα βουνά της πολύπτυχης πατρίδας μου.
Δυο φωτογραφικές μηχανές κρεμασμένες στον λαιμό μου. Μονίμως ρυθμισμένες κατάλληλα για να μη χρονοτριβώ και να φωτογραφίζω με τέτοια μανία, ώστε να μην μπορώ να δω πλέον τον κόσμο εκτός κάδρου. Γι’ αυτό απ’ όλη τη φύση δεν αγαπώ τα φαράγγια. Τα φαράγγια έχουν πάντα σκιασμένη τη μια τους πλευρά. Και αυτό είναι τρομερό για έναν που φωτογραφίζει.
Παρά ταύτα ακολούθησα τον συνοδοιπόρο μου Χριστόφορο στην εξερεύνηση των μικρών φαραγγιών. Στις περιφέρειες των χωριών Μάλλες, Ανατολή, Χριστός, Μεταξοχώρι στην ορεινή Ιεράπετρα. Φόρεσα, ως είθισται, και μια κόκκινη μπλούζα για να είμαι εύκολα εντοπίσιμος σε περίπτωση που χαθώ.
Ωραία τα φαράγγια της Ιεράπετρας αλλά δεν μπορούσα να τα δω. Δεν βοηθούσαν το κάδρο. Έτσι μετά το πρώτο φαράγγι αυτονομήθηκα. Μόνος μου πλέον ξεκίνησα να φωτογραφίζω τα ωραία γεραπετρίτικα χωριά. Ολημέρα γύριζα στα σοκάκια, στις ταράτσες και τις αυλές των σπιτιών. Ώσπου διέκρινα σε ένα κορφάλι τον ναό του Προφήτη Ηλία.
Ανέβηκα την ανηφόρα και έφτασα στον ναό. Ένα υπέροχο τέμπλο, εντελώς ναΐφ αισθητικής, με καθήλωσε. Ξάπλωσα στο πάτωμα φωτογραφίζοντας τα σχηματοποιημένα άνθη των θωρακίων του. Ώσπου άκουσα φωνές κόσμου. Αρχικά αμυδρά, που όλο δυνάμωναν όσο πλησίαζαν. Θορυβημένος βγήκα έξω. Είδα όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους, να ανεβαίνει εξαγριωμένο. Σε απόσταση από αυτούς ερχόταν μια γριά που κουνούσε την κατσούνα της στον αέρα και φώναζε: «Αυτός είναι. Πιάστε τόνε».