H ιστορία αυτή συνδέεται με την πρόσφατη εμπειρία μου από την περφόρμανς Θέλω να πάω σπίτι. Η περφόρμανς έλαβε χώρα σε ένα πραγματικό σπίτι, το σπίτι μου. Η οδηγία ήταν να ανοίγω τα ντουλάπια της κουζίνας. Να τα ανοίγω όπως μια ανοιακή που έχει ξεχάσει για ποιον ακριβώς λόγο το κάνει. Και τι συγκεκριμένο ψάχνει. Ψαχούλευα, άνοιγα, έκλεινα, πετούσα.
Δοκιμάζαμε πώς δουλεύει ο μηχανισμός-πατέντα που είχε κατασκευαστεί προκειμένου να κυλάει ρύζι από ένα από τα ντουλάπια της κουζίνας και άμμος από ένα άλλο. Οι αλλεπάλληλες επαναλήψεις με οδηγούσαν σταδιακά σε μια ιδιαίτερη εσωτερική διεργασία. Σε μια ψυχολογική καταβύθιση. Σε ένα «χάσιμο» όπως φαντάζομαι ότι συμβαίνει στο κεφάλι ενός ανοιακού.
«Το κουτί με τα στέφανά μου» αναφώνησα. «Να το φέρω»; Δεν θυμόμουν πού ακριβώς το είχα, αλλά ήμουν σίγουρη πως το είχα κρατήσει. Πολλές φορές αναρωτήθηκα στο παρελθόν γιατί το κρατούσα αφού έχω χωρίσει.
Αφού ανακάλυψα το σημείο που ήταν καταχωνιασμένο, τα κατέθεσα για να αξιοποιηθούν καλλιτεχνικά. Τοποθετήσαμε λοιπόν τα στέφανα μαζί με τα ρύζια. Τα φωτίσαμε με ένα αχνό φως, ένα φως μνήμης εκείνης της μέρας του γάμου μου.
Μπορείτε να αντιληφθείτε πόσες εικόνες με κατέκλυσαν και πόσο λεπτή όφειλε να είναι η υποκριτική και συναισθηματική διαχείριση από πλευράς μου. Η ένταξη του προσωπικού αντικειμένου στον προσωπικό χώρο δεν έπρεπε να γίνεται στοχευμένα αλλά να προκύπτει ως δική μου ανάγκη, λες και τα αντικείμενα εμφανίζονται όταν εκείνα κρίνουν ότι ήρθε η ώρα.
Στον πάγκο της ίδιας κουζίνας ξαπλωμένη ανάμεσα σε φλιτζάνια βρισκόταν η κόρη μου, περφόρμερ και μουσικός, ενώ έπεφτε πάνω της άμμος από ένα άλλο ντουλάπι. Ακριβώς από πάνω μένει η μητέρα μου η οποία βρίσκεται σε αρχικό στάδιο άνοιας, μαζί με τον πατέρα μου.