Σαν σήμερα, πριν από έναν χρόνο, στις 28 Φεβρουαρίου 2023 θα ταξίδευα με το τρένο από την Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη, κάτι που κάνω κάθε εβδομάδα εδώ και αρκετά χρόνια.
Πάντα επέλεγα το τελευταίο δρομολόγιο, αυτό που αποδείχθηκε μοιραίο εκείνη τη μέρα. Μια μέρα πριν όμως άλλαξα απόφαση και έκλεισα να ταξιδέψω με το μεσημεριανό τρένο. Ο λόγος ήταν μια ταινία, το 1976 της Μανουέλα Μαρτέλι. Συμφωνήσαμε με τον συνάδελφο Απόστολο Καρακάση, ο οποίος ζει στη Θεσσαλονίκη, να πάμε να τη δούμε στο Ολύμπιον μόλις φτάσω.
Στον σταθμό Λαρίσης η αποβάθρα 8 ήταν γεμάτοι με φοιτητές και φοιτήτριες που επέστρεφαν ύστερα από το τριήμερο στα μαθήματά τους στο ΑΠΘ.
Πήγα και στάθηκα σε ένα συγκεκριμένο σημείο της αποβάθρας, όπου με τα χρόνια γνωρίζω ότι θα σταματήσει μπροστά μου το βαγόνι του κυλικείου.
Έτσι πρόλαβα θέση στο συγκεκριμένο αγαπημένο μου τραπέζι. Κάθισα, έβγαλα το λάπτοπ μου και άρχισα να δουλεύω.
Το βαγόνι γέμισε με νέους και νέες. Φωνές, γέλια, πειράγματα, αστεία, μουσική. Πρόσωπα φωτεινά, ζωντανά, χαρούμενα, αναζωογονημένα από την ολιγοήμερη επαφή τους με τους οικείους τους. Ήταν μια ατμόσφαιρα που είχε την αγάπη για τη ζωή, τον ερωτισμό και την αισιοδοξία που μόνο τα νιάτα έχουν.
Κοιτάζοντας κάποια στιγμή το κινητό μου διάβασα το ακυρωτικό sms του Απόστολου για την ταινία που είχαμε προγραμματίσει να δούμε. Κάτι του είχε τύχει.