Η ιστορία μου αρχίζει το μακρινό 1965 στο Καζακστάν, όταν τον κρύο Γενάρη εκείνου του χρόνου ήρθα στον κόσμο. Στο Καζακστάν είχαν καταλήξει οι δικοί μου μετά τους διωγμούς των Ποντίων. Κάποια στιγμή δόθηκε η δυνατότητα σε αυτούς που είχαν ελληνική υπηκοότητα να γυρίσουν, αν ήθελαν, στην πατρίδα τους.
Το 1966 μαζί με τις αποσκευές τους οι δικοί έφεραν και κομμάτι της κουζίνας από το μέρος στο οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Έτσι λοιπόν ήρθαν και τα πιροσκί στη ζωή μου.
Νόστιμα, γρήγορα, χορταστικά. Μεγάλωσα λοιπόν σε μια κουζίνα που είχε τη χαρά να ταΐζει εννιά άτομα. Μεγάλωσα βλέποντας τα στρουμπουλά χέρια της μητέρας μου να χειρίζονται το αλεύρι σαν να ήταν προέκτασή τους. Με μεζούρα την αγάπη της για αυτά που έφτιαχνε. Όταν τη ρωτούσες πόσο αλάτι, πιπέρι, λάδι, νερό βάζει σε αυτό που φτιάχνει σου έλεγε: «Ε να. Tόσο».
Τα πάντα οφείλονται στα χέρια της Κίτσας, της μητέρας μου, η οποία νερό έβραζε, νόστιμο γινόταν. Ποτέ δεν τη βοήθησα, αλλά πάντα την παρατηρούσα.
Γύρω στα 20 μου βρισκόμουν στο εξωτερικό και έτυχε να παρακολουθήσω πολλές μαγειρικές εκπομπές. Μέσα μου ένιωθα ένα φτερούγισμα ίδιο με του έρωτα. Είδα, διάβασα, ασχολήθηκα ερασιτεχνικά. Χωρίς μαγειρική εμπειρία ξεκινάω και φτιάχνω ό,τι μπορείς να φανταστείς: φαγητά, σαλάτες, σάλτσες, γλυκά του ταψιού, του κουταλιού, τουρσί, οποιαδήποτε συνταγή έπεφτε στα χέρια μου. Όταν άρχισα να νιώθω ότι θέλω πραγματικά να ασχοληθώ με αυτό, το πιροσκί ήταν η πρώτη και η τελευταία μου σκέψη.
Με μάγεψε η επαφή με το ζυμάρι, η ποικιλία που μπορείς να τα γεμίσεις (αυτήν τη στιγμή που μιλάμε έχω 6.352 ιδέες!), ο χρόνος που χρειάζεται για να είναι έτοιμα.
Στα 30 μου ένιωσα έτοιμη να κάνω κάτι δικό μου. Η ιδέα υπήρχε, η θέληση υπήρχε, η διάθεση υπήρχε. Αλλά υπήρχαν και εμπόδια…