Ενα χαλασμένο βενετσάνικο κάστρο προβάλλει πρώτο τη σιλουέτα του, καθώς ο Θωμόπουλος πλησιάζει με ένα ιστιοφόρο που μεταφέρει βακαλάο. Το λιμάνι στη Σπιναλόγκα είναι ένας άτακτος σωρός βράχων που με τις τριγωνικές εξοχές τους σχηματίζουν δυο μασέλες. Σαν στόμα ενός τεράστιου δράκοντα.
Καθώς το φεγγαρίσιο φως ρίχνει τις σκιές τους στη λωρίδα του πελάγους που με θόρυβο εισχωρεί μέσα τους, ο δημοσιογράφος νιώθει να μπαίνει στο στόμα της κόλασης.
Από μια βάρκα ένας ενωμοτάρχης πηδάει στο ιστιοφόρο τους. Δουλειά του είναι να εποπτεύει τα καράβια που πλησιάζουν.
«Ελάτε κοντά. Ήλθατε αργά, αλλά οι λεπροί είναι οι μόνοι πραγματικοί ξενύχτηδες».
Τα σπίτια των λεπρών δεν απέχουν παρά λίγα μέτρα από την παραλία. Ένας μαντρότοιχος παριστάνει ότι τους διαχωρίζει από τον κόσμο που έρχεται να τους επισκεφτεί. Οι λεπροί μπαινοβγαίνουν στους τρεις στενούς δρόμους και στην τριγωνική πλατεία. Η θλιβερή τους κατάσταση τους έχει κάνει όλους νευρικούς.
«Όλο καβγά και φωνή είναι. Χτυπιόνται, βρίζονται, δέρνονται μεταξύ τους» εξηγεί ο ενωμοτάρχης.
– Εσείς τι κάνετε;
– Τι να κάνουμε… Τους φωνάζω από ’δώ πάνω να σταματήσουν. Αν δεν πάψουν, τότε με τους τρεις χωροφύλακές μου κατεβαίνω κάτω και προσπαθώ με το καλό να τους ησυχάσω. Εννοείται, όπλα δεν μπορώ να μεταχειρισθώ.
– Γιατί;
– Γιατί οι λεπροί θέλουν να τελειώνουν με τη ζωή τους μια ώρα αρχύτερα. Τώρα τελευταία έπαψαν να αυτοκτονούν όπως άλλοτε. Έχουν πάρει ελπίδες από τη νέα θεραπεία.
– Σχεδόν λοιπόν εσείς εδώ είστε άχρηστος.
– Έτσι λέω και εγώ. Αυτοί, αν ακούν κάποιον, είναι η δική τους αστυνομία.
– Έχουν δική τους αστυνομία;
– Βέβαια! Από τους ίδιους τους λεπρούς. Οι τιμωρίες τους είναι η περιφρόνηση. Ούτε λέξη δεν λέει κανείς στον τιμωρημένο.
– Αν κάνουν φόνο μεταξύ τους;
– Οι λεπροί προτιμούν τη φυλακή από τη Σπιναλόγκα, αλλά δεν οπλοφορεί κανείς τους. Κατά βάθος, εκτός από τις φωνές που βγάζουν διαρκώς, τίποτε άλλο δεν κάνουν.