Skip to content
Home » Η σκληρή ζωή στη Σπιναλόγκα του Μεσοπολέμου

Η σκληρή ζωή στη Σπιναλόγκα του Μεσοπολέμου

    Η σκληρή ζωή στη Σπιναλόγκα του Μεσοπολέμου

    Published
    Ομάδα λεπρών στη Σπιναλόγκα το 1927

    Η σκληρή ζωή στη Σπιναλόγκα του Μεσοπολέμου

    Published
    Ομάδα λεπρών στη Σπιναλόγκα το 1927
    Οι dirty ’30s & late ’20s μεταφέρουν στο Short Stories το ταξίδι που έκανε στη Σπιναλόγκα τον χειμώνα του 1927 ο Ε. Θωμόπουλος, ο οποίος κατέγραψε όψεις της ζωής των λεπρών για λογαριασμό της εφημερίδας «Ελληνικός Ταχυδρόμος»

    Ενα χαλασμένο βενετσάνικο κάστρο προβάλλει πρώτο τη σιλουέτα του, καθώς ο Θωμόπουλος πλησιάζει με ένα ιστιοφόρο που μεταφέρει βακαλάο. Το λιμάνι στη Σπιναλόγκα είναι ένας άτακτος σωρός βράχων που με τις τριγωνικές εξοχές τους σχηματίζουν δυο μασέλες. Σαν στόμα ενός τεράστιου δράκοντα.

    Καθώς το φεγγαρίσιο φως ρίχνει τις σκιές τους στη λωρίδα του πελάγους που με θόρυβο εισχωρεί μέσα τους, ο δημοσιογράφος νιώθει να μπαίνει στο στόμα της κόλασης.

    Από μια βάρκα ένας ενωμοτάρχης πηδάει στο ιστιοφόρο τους. Δουλειά του είναι να εποπτεύει τα καράβια που πλησιάζουν.

    «Ελάτε κοντά. Ήλθατε αργά, αλλά οι λεπροί είναι οι μόνοι πραγματικοί ξενύχτηδες».

    Τα σπίτια των λεπρών δεν απέχουν παρά λίγα μέτρα από την παραλία. Ένας μαντρότοιχος παριστάνει ότι τους διαχωρίζει από τον κόσμο που έρχεται να τους επισκεφτεί. Οι λεπροί μπαινοβγαίνουν στους τρεις στενούς δρόμους και στην τριγωνική πλατεία. Η θλιβερή τους κατάσταση τους έχει κάνει όλους νευρικούς.

     

    «Όλο καβγά και φωνή είναι. Χτυπιόνται, βρίζονται, δέρνονται μεταξύ τους» εξηγεί ο ενωμοτάρχης.

    – Εσείς τι κάνετε;

    – Τι να κάνουμε… Τους φωνάζω από ’δώ πάνω να σταματήσουν. Αν δεν πάψουν, τότε με τους τρεις χωροφύλακές μου κατεβαίνω κάτω και προσπαθώ με το καλό να τους ησυχάσω. Εννοείται, όπλα δεν μπορώ να μεταχειρισθώ.

    – Γιατί;

    – Γιατί οι λεπροί θέλουν να τελειώνουν με τη ζωή τους μια ώρα αρχύτερα. Τώρα τελευταία έπαψαν να αυτοκτονούν όπως άλλοτε. Έχουν πάρει ελπίδες από τη νέα θεραπεία.

    – Σχεδόν λοιπόν εσείς εδώ είστε άχρηστος.

    – Έτσι λέω και εγώ. Αυτοί, αν ακούν κάποιον, είναι η δική τους αστυνομία.

    – Έχουν δική τους αστυνομία;

    – Βέβαια! Από τους ίδιους τους λεπρούς. Οι τιμωρίες τους είναι η περιφρόνηση. Ούτε λέξη δεν λέει κανείς στον τιμωρημένο.

    – Αν κάνουν φόνο μεταξύ τους;

    – Οι λεπροί προτιμούν τη φυλακή από τη Σπιναλόγκα, αλλά δεν οπλοφορεί κανείς τους. Κατά βάθος, εκτός από τις φωνές που βγάζουν διαρκώς, τίποτε άλλο δεν κάνουν.  

    Οι έρωτες μεταξύ των λεπρών είναι τόσο συχνοί όσο και οι καβγάδες τους. Καλύτερα μάλλον οι καβγάδες γίνονται για την κατάκτηση της καρδιάς μιας λεπρής

    Ένας χωροφύλακας φέρνει ένα ζευγάρι γάντια.

    – Προσοχή! Μην τα βγάλετε μέχρις ότου φύγουμε απ’ εκεί μέσα. Και μην αφήσετε να βάλουν χέρι επάνω σας.

    – Μα, τι; Χαϊδεύουν;

    – Είναι περίεργο, αλλά όταν βλέπουν άνθρωπο που δεν έχει την αρρώστια τους αποκτούν κάποια μοχθηρία.

    Είκοσι βήματα κατηφόρας και πλέον βρίσκονται στη δημοκρατία των λεπρών. Δεν αργούν να αντιληφθούν ότι ένας ξένος είναι ανάμεσά τους. Τους περικυκλώνουν μέχρι να στρίψουν τα μάτια τους.

    Η λέξη φρίκη δεν αποδίδει το συναίσθημα του δημοσιογράφου. Ενός το δεξί μάγουλο είχε τραβηχτεί σε σάπιες σούφρες ως το αυτί. Τα δόντια μαύρα και σπασμένα, γιατί και τα ούλα του είχαν λέπρα. Έμοιαζαν σαν ρύγχος ψόφιου λυκόσκυλου.

    Ενός αντί για μύτη υπήρχε ένα μικροσκοπικό τριγωνικό κόκαλο φυτρωμένο σε δυο μαύρες τρύπες, καθώς τα ρουθούνια τού τα πέταξε η αρρώστια. Πίσω από τα κουρέλια μιας θλιβερής γυναικείας ύπαρξης διακρίνεται ένας ασκός από κόκκινο πύον.

    Ο Θωμόπουλος σφίγγει τα δόντια να μην του έρθει εμετός. Γυρίζει αλλού το βλέμμα, καθώς ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η αποκορύφωση της γυναικείας ομορφιάς, η λαχταριστή σφραγίδα της Αφροδίτης, θα είχε τέτοιο σακάτεμα.

    Η μεγαλύτερη τραγωδία σε αυτήν τη ζωντανεμένη δαντική κόλαση είναι οι γυναίκες, χωριατοπούλες κυρίως, που ακολούθησαν τον λεπρό άντρα τους στον τάφο της Σπιναλόγκας, καθώς και τα παιδιά που γεννιούνται από ενώσεις λεπρών.

    Γιατί ο αχαρακτήριστος μικρόθεος δεν ξεχνά ούτε στις καρδιές αυτών των ανθρώπων να ρίξει τα βέλη του. Οι έρωτες μεταξύ των λεπρών είναι τόσο συχνοί όσο και οι καβγάδες τους. Ή μάλλον οι καβγάδες γίνονται για την κατάκτηση της καρδιάς μιας λεπρής που η φοβερή αρρώστια της είχε ανασκάψει το πρόσωπο, της είχε φάει τα χείλη και της είχε κάνει το στήθος ξεσκλίδια από πέτσες και αίμα.

    Άλλωστε στην κατάσταση που βρίσκονται οι λεπροί καμιά άλλη ευχαρίστηση δεν μπορούν να βρουν παρά την τρυφερότητα από χείλη, έστω κι αν δεν έχει μείνει σε αυτά παρά μια κόρα από αίμα ανάφλογο…

    Picture of dirty '30s & late '20s
    Οι dirty ’30s & late ’20s είναι ομάδα δημοσιογράφων και συγγραφέων

    Κεντρική φωτογραφία
    Γουλιέλμος Ν. Άμποτ

    ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS

    MORE STORIES

    Γεντί Κουλέ_shortstories.gr
    Short

    Εννιά μελλοθάνατοι στο Γεντί Κουλέ

    Οι dirty ’30s & late ’20s διασώζουν για το Short Stories τη συνάντηση ενός δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ελληνική» με μελλοθάνατους στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ’20

    Μπέρρυ Ναχμίας Καστοριά «Κραυγή για το Αύριο» Mihou_Berry Nahmias shortstoriesgr
    Short

    Αναμνήσεις από την Μπέρρυ Ναχμίας στην Καστοριά

    Η Ευαγγελία Μίχου παρουσιάζει στο Short Stories δύο επιστολές του πατέρα της με αναμνήσεις του από τη γνωριμία του με την Μπέρρυ Ναχμίας, επιζήσασα του Άουσβιτς και συγγραφέα του βιβλίου «Κραυγή για το αύριο»

    Κάσδαγλης Δημήτρης_Το έθιμο του κλήδονα, η Παρασκευούλα, η Στέλλα και ο Φραγκίσκος
    Short

    Το έθιμο του κλήδονα, η Παρασκευούλα και το αμίλητο νερό

    Ο Δημήτρης Κάσδαγλης μεταφέρει στο Short Stories την αφήγηση μιας ιστορίας από τον Ιούνιο του 1944, που συνδέεται με το έθιμο του κλήδονα, τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού, τις μαντικές ιδιότητες του αμίλητου νερού, αλλά και με τον Δεκέμβρη του ’44

    sex mesopolemos athina short stories gr
    Short

    Μια νύχτα στα καταγώγια της Συγγρού του 1930

    Η σελίδα dirty ’30s & late ’20s μεταφέρει στο Short Stories την αστυνομική επιχείρηση στα διαφθορεία της λεωφόρου Συγγρού τον Απρίλη του 1930, όπως την κατέγραψε ο αστυνομικός ρεπόρτερ της εφημερίδας «Πατρίς» Π. Κατ.