Η ιστορία που θέλω να μοιραστώ αφορά τη σχέση ζωής δυο ανθρώπων που είχε ξεκινήσει πολύ πριν συναντηθούν. Μιλώ για τη σχέση μου με τον 87χρονο σήμερα Φόλκερ Λούντβιχ (Volker Ludwig) από τη Γερμανία, του οποίου τα θεατρικά έργα και τραγούδια κυκλοφορούν πλέον σε πενήντα χώρες.
Από την παιδική ηλικία των πέντε χρόνων, στην Κολωνία όπου ζούσαμε, είχα ήδη μπολιαστεί με την τέχνη του. Είχα υπάρξει ένας από τους θεατές του και είχαμε στο σπίτι βινύλια με το ραδιοφωνικά θεατρικά του έργα. Τα άκουγα ξανά και ξανά και αισθανόμουν ότι περιείχαν όλο τον κόσμο.
Γιατί αυτός ήταν ο Φόλκερ Λούντβιχ. Μαρξιστής παλιάς κοπής, διεθνιστής, αντισυμβατικός και ταυτόχρονα ορθολογιστής. Τρομερά διαβασμένος σε ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτισμού. Αρχικά έγραφε σατιρική επιθεώρηση. Στη συνέχεια στράφηκε και αφιερώθηκε στο νεανικό θέατρο.
Με τη θεατρική ομάδα GRIPS, που δημιούργησε το 1972, προξένησε βαθύ τραύμα στον γερμανικό συντηρητισμό – τραύμα που παραμένει ανοιχτό μέχρι σήμερα. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά, όμως αφορούν τη μεταξύ μας σύνδεση για την οποία θέλω να μιλήσω.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 2011, μετά το πρώτο μνημόνιο. Οι πλατείες βουίζουν από λαϊκές συνελεύσεις, καθημερινές διαδηλώσεις. Η τέχνη της διαμαρτυρίας ζυμώνεται. Σε αυτήν τη συνθήκη ανθίζει μια ιδέα που για κάμποσο καιρό αναφυόταν στο μυαλό μου. Να φέρω στην Ελλάδα με την ομάδα μας, τη Συντεχνία του Γέλιου, ένα από τα θεατρικά του Λούντβιχ, το Μια γιορτή στου Νουριάν.
Χωρίς να χάσω χρόνο παίρνω τηλέφωνο το θέατρό του για να θέσω το αίτημά μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη τον βρίσκω δεκτικό στην πρότασή μου, αλλά και διαθέσιμο να με δεχτεί στο Βερολίνο και να με ξεναγήσει στον χώρο του και στα αρχεία του.
Η επίσκεψη ορίστηκε για δύο μήνες αργότερα. Ήταν η πρώτη από πολλές που θα ακολουθούσαν μες στα χρόνια που οργώναμε με τα πόδια Αθήνα και Βερολίνο συζητώντας ώρες ατέλειωτες.